- κραταιόγονον
- κρᾰται-όγονον, τό,A willow-weed, Polygonum Persicaria, Dsc.3.124, Gal.12.44; cf. κραταίγονον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κραταιόγονον — κραταιόγονον, τὸ (Α) φυτό τού γένους πολύγονο … Dictionary of Greek
κραταιόγονον — willow weed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιογόνου — κραταιόγονον willow weed neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταίγονος — κραταίγονος, ἡ, και κραταίγονον, τὸ (Α) το κραταιόγονον* … Dictionary of Greek